- θέραψ
- θέραψ, ὁ (Α)θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού θεράπων*.ΠΑΡ. θεραπεύωαρχ.θεράπιον, θεραπίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θέραψ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — θέραψ masc gen pl θεράπων An Ox. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέραπα — θέραψ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέραπας — θέραψ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέραπες — θέραψ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
θεράπιον — θεράπιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θέραψ* … Dictionary of Greek
θεραπίς — θεραπίς, ίδος, ἡ (Α) [θέραψ] η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek